πασαλείβομαι

πασαλείβομαι
πασαλείβομαι, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος βλ. πίν. 8 και πρβλ. πασαλείφομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταχρίω — (Α) 1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.) 2. μέσ. καταχρίομαι πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρίω… …   Dictionary of Greek

  • πασαλείφομαι — πασαλείφομαι, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος βλ. πίν. 14 και πρβλ. πασαλείβομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”